- ὕγγεμος
- ὕγγεμος· συλλαβή, Σαλαμίνιοι, Hsch. (Cypr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ύγγεμος — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Σαλαμινίους) «συλλαβή». [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τ. τού οποίου το α συνθετικό έχει προέλθει από την πρόθεση συν με σίγηση τού αρκτικού σ (βλ. και λ. ὑστάς), ενώ το β συνθετικό ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *gem «πιάνω με τα δυο χέρια,… … Dictionary of Greek
жму — жать, укр. жму, жати, блр. жаць, сербск. цслав. жьмѫ, жѩти, σφίγγειν, сербохорв. жме̑м, же̏ти, праслав. *žьmǫ, *žęti. Итер. жимать. С др. ступенью вокализма; словен. gomolja ком , чеш. homole – то же, укр. гомок ком земли и т. д. (Бернекер 1,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού … Dictionary of Greek
υστάς — άδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ δασεῑα ἄμπελος». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για κυπριακό τ. τής λ. συστάς με σίγηση τού αρκτικού σ (πρβλ. και λ. ὕγγεμος)] … Dictionary of Greek